- φάλκη
- φάλκηto be whitefem nom/voc sg (attic epic ionic)φάλκηςribmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάλκη — ἡ, Α 1. νυχτερίδα 2. (κατά τον Ησύχ.) «φάλκη ὁ τῆς κόμης αὐχμός...». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. τής λ. ὁ τῆς κόμης αὐχμὸς έχει οδηγήσει στη σύνδεση με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πάλκος·πηλός, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές… … Dictionary of Greek
Φάλκη — Φάλκης rib masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλκην — φάλκη to be white fem acc sg (attic epic ionic) φάλκης rib masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλκης — φάλκη to be white fem gen sg (attic epic ionic) φάλκης rib masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλκας — φάλκᾱς , φάλκη to be white fem acc pl φάλκᾱς , φάλκη to be white fem gen sg (doric aeolic) φάλκᾱς , φάλκης rib masc acc pl φάλκᾱς , φάλκης rib masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαμπή — η (Α ἐπικαμπή) [επικάμπτω] 1. κάμψη, κύρτωμα, λύγισμα 2. η γωνία που σχηματίζεται με την κάμψη 3. στρ. η λοξή ή κάθετη προς το μέτωπο διάταξη προς τα πίσω ενός στρατεύματος ή μιας οχυρώσεως, που αποβλέπει στην προάσπιση από εχθρική πλευρική… … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
σαΐτα — και σαΐττα και σαγίτ(τ)α, η, ΝΜ βέλος τόξου νεοελλ. 1. απομίμηση βέλους που κατασκευάζουν τα παιδιά με κομμάτι διπλωμένου χαρτιού και το οποίο ρίχνουν μακριά με τα χέρια τους ως παιχνίδι 2. υφαντικό εργαλείο με το οποίο περνιέται το υφάδι μέσα… … Dictionary of Greek